ψυχροθερμοφύσητος

ψυχροθερμοφύσητος
-ον, Α
(για τον τύφο) αυτός που προκαλεί ψυχρή και θερμή αναπνοή, δηλαδή ρίγος και πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + θερμός + φυσῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”